- καταστεῖλαν
- καταστέλλωput in orderaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάσταλτος — η, ο αυτός που δεν τον κατάστειλαν, δεν τον δάμασαν: Η ανταρσία ως την ώρα είναι ακατάσταλτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)